- ανθράκιον
- το (Α ἀνθράκιον)το καρ βουνάκινεοελλ.1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα2. ορυκτό πυριτικόαρχ.1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες2. είδος πολύτιμου λίθου3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια «άνθραξ» ή, σύμφωνα με άλλη γνώμη, από ευλογιά)4. μαγκάλι.
Dictionary of Greek. 2013.